κυλικήρυτος

κυλικήρυτος
κυλικήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος με κύλικα
2. μτφ. άφθονος, πολύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»). Το -η- λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυλικήρυτον — κυλικήρυτος drawn in cups masc/fem acc sg κυλικήρυτος drawn in cups neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”