- κυλικήρυτος
- κυλικήρυτος, -ον (Α)1. αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος με κύλικα2. μτφ. άφθονος, πολύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»). Το -η- λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.